- περιγέλιο
- τοπεριγέλασμα, χλευασμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπεράνθρωπος — Άτομο που στέκει πάνω από την ανθρώπινη δύναμη. Με άλλα λόγια, το ξεχωριστό, το δυναμικό άτομο, το πολύ πέρα από τα συνηθισμένα ανθρώπινα μέτρα. Ο όρος έγινε γνωστός κυρίως από τη σχετική θεωρία του Φρ. Νίτσε, που ιδανικό του ήταν ο… … Dictionary of Greek
περίγελο — και περιγέλιο και περγέλιο, το, Ν ο περίγελος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. περιγελώ] … Dictionary of Greek
περιδιάβαση — η / περιδιάβασις, άσεως, ΝΜ 1. περίπατος χωρίς συγκεκριμένο σκοπό αλλά για προσωπική ευχαρίστηση και ψυχαγωγία, σεργιάνι, περιδιάβασμα 2. ψυχαγωγία, διασκέδαση 3. χλευασμός, εμπαιγμός, περιγέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιδιαβάζω. Η λ., στον λόγιο τ.… … Dictionary of Greek
περίγελος — ο περιγέλιο, περιγέλασμα: Έγινε περίγελος με τα καμώματά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιγέλασμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του περιγελώ, εμπαιγμός, περιγέλιο, χλευασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)